Πολλή κουβέντα έχει γίνει τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τους ρωσόφιλους στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Οι μάσκες έπεσαν και αποκαλύφθηκε η μεγάλη έκταση της ρωσικής καθηλωτικής επίδρασης στην ελληνική κοινωνία. Επίδραση, η οποία προφανώς οφείλεται στα μεγάλα κονδύλια που ελάμβαναν για πολλά χρόνια οι πιο «επιδραστικοί», οι οποίοι έχοντας άνεση χρόνου και χρημάτων έκαναν καθημερινώς προπαγάνδα υπέρ της Ρωσίας, ακολουθώντας τις σχετικές οδηγίες, και πράγματι επηρέασαν πολύ κόσμο, ο οποίος έχει πλέον ευθύνη για τις θέσεις του.
Έτσι βλέπουμε τους ξεκάθαρους υποστηρικτές της Ρωσίας, δημοσιογράφους, δραστηριοποιούμενους στα κοινωνικά δίκτυα και γενικότερα στο διαδίκτυο, διεθνολόγους, γεωστρατηγικούς αναλυτές, στρατιωτικούς και καταλαβαίνουμε ότι τελικά αυτό που τους έδινε δύναμη και απήχηση ήταν η ρωσική κάλυψη. Στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα της προκοπής να πουν, αδυνατούν να τεκμηριώσουν στοιχειωδώς τους ισχυρισμούς τους, και, καθώς αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ πιθανόν να χάσουν τον μισθό τους, χάνουν την ψυχραιμία τους, γίνονται απρεπείς και αδυνατούν να κρύψουν ότι είναι φερέφωνα της ρωσικής πρεσβείας.
Υπάρχουν και οι «ουδέτεροι», οι «no more brother wars», αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα, γιατί πιστεύουν ότι έτσι θα υποτιμήσουν τη σημασία της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και όλα θα γίνουν όπως πριν.
Υπάρχουν και αυτοί που κάνουν χιούμορ σε τόσο δραματικές στιγμές, αυτοί που νομίζουν ότι θα κάνουν «αντίσταση» στο «σύστημα» αν συνεχίσουν να διαβάζουν Ντοστογιέφσκι, διότι θεωρούν ότι ο –υπερτιμημένος– ρωσικός πολιτισμός και κουλτούρα είναι υπό διωγμόν. Λοιπόν, μπορούμε να ζήσουμε πολύ ωραία και χωρίς τον Ντοστογιέφκσι, χωρίς τον Τσέχωφ. Αρκετά με τους καημούς της «ρούσικης ζωής», με την ερημιά της «ρούσικης γης», με τη μιζέρια των ανθρώπων που τους οδηγεί στη διαφθορά, με τη μαυρίλα του ουρανού, με την απαισιοδοξία, τη μελαγχολία τους, το spleen. Δεν είναι οι Ρώσοι καλλιτέχνες και λογοτέχνες που έχουν λείψει από την Ευρώπη. Αντιθέτως, αυτούς όλοι τούς γνωρίζουν, βιβλία τους εκδίδονται συνεχώς, έργα τους ανεβαίνουν πάντοτε. Άλλοι πολύ σημαντικότεροι έχουν αποσιωπηθεί ή συκοφαντηθεί. Σε αυτούς πρέπει να επιστρέψει η Δύση για να ξαναβρεί τον εαυτό της.
Πέρα από τα παραπάνω, όμως, αλγεινή εντύπωση κάνει το θράσος και η υποκρισία των ρωσόφιλων ακροδεξιών. Αυτοί τόσα χρόνια, σωστά αλλά τελικά όχι με αγνή πρόθεση, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την υπογεννητικότητα, τις εκτρώσεις, την ομοφυλοφιλία, και πάνω απ’ όλα την εισβολή αλλοφύλων, για όλα αυτά, δηλαδή, που απειλούν τη διατήρηση της λευκής φυλής. Και ενώ μιλούν και διαμαρτύρονται για όλα αυτά, ενώ μιλούν για την «αντικατάσταση του πληθυσμού», δεν νοιάζονται για τη γενοκτονία που επιχειρείται κατά των Ουκρανών, αντιθέτως, υποστηρίζοντας τον Πούτιν, υποστηρίζουν και αυτή τη γενοκτονία (που δεν είναι η πρώτη), τη γενοκτονία λευκών, αδελφών. Αίφνης, ξεχνούν τη συρρίκνωση της λευκής φυλής, αποδεικνύοντας ότι ποτέ δεν εννοούσαν αυτά που έλεγαν, απλώς έλεγαν ό,τι τους έβαζε να πουν η μαμά Μόσχα, προκειμένου να διεισδύσει και στον χώρο των ακροδεξιών.
Αλλά το θράσος τους αποδεικνύεται ακόμη μεγαλύτερο, όπως και η ανοησία τους, που νομίζουν ότι μπορούν να επηρεάσουν ακόμη και Εθνικοσοσιαλιστές, υποστηρίζοντας μια εισβολή που γίνεται στο όνομα του αντιναζισμού, μια εισβολή της οποίας οι εμπνευστές και υποκινητές δεν παύουν να επικαλούνται τον σκοπό της τής εξολόθρευσης των ναζί! Και αυτό δεν είναι πρόσχημα, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Πούτιν οργανώνει το πρώτο διεθνές αντιφασιστικό συνέδριο τον Αύγουστο «για να ενώσει τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας στην καταπολέμηση της ιδεολογίας του ναζισμού, του νεοναζισμού σε οποιαδήποτε μορφή εκδήλωσής του στον σύγχρονο κόσμο». Έχει καλέσει, δε, στο συνέδριο το Πακιστάν, την Κίνα, το Αζερμπαϊτζάν, το Ουζμπεκιστάν, την Αιθιοπία, την Ινδία κ.ά.
Μετά από αυτά, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Οι ρωσόφιλοι ακροδεξιοί έχουν πάρει θέση, αποκαλύφθηκε ότι είναι αντιφασίστες, αποκαλύφθηκε ότι είχαν παρεισφρήσει στον ακροδεξιό χώρο για να κάνουν ζημιά, έχοντας τη δύναμη και την κάλυψη της Ρωσίας, και όλα αυτά έχουν αποκαλυφθεί περίτρανα και δεν θα ξεχαστούν όταν σύντομα θα αλλάξουν τη στάση τους. Έχουν εκτεθεί, θα αντιμετωπιστούν ως αυτό που πραγματικά είναι και θα περιθωριοποιηθούν (ακόμη περισσότερο).