Απόσπασμα από το βιβλίο
20 Μαΐου
Πολλά γράφονται στις αίθουσες διδασκαλίας του πανεπιστημίου, ακόμη περισσότερα λέγονται, και μου φαίνεται ελάχιστα πραγματικά μαθαίνει κανείς. Ένα συγκεκριμένο είδος ζηλωτών της γνώσης συναντά κανείς πάντα σε αυτές τις αίθουσες. Χλωμά πρόσωπα, τα κλασικά γυαλάκια των διανοούμενων, πένες και χαρτοφύλακες γεμάτοι με βιβλία και τετράδια σημειώσεων. Αυτό είναι όλο.
Οι μελλοντικοί ηγέτες του έθνους!
Και οι γυναίκες, ω, Θεέ μου! Και οι διανοούμενες, ακόμη, δεν είναι ανυπόφορες.
Αναζητώ τον δάσκαλο εκείνο που θα είναι αρκετά απλός για να είναι σπουδαίος και αρκετά σπουδαίος για να είναι απλός.
Η ειδική επιστήμη εκτρέφει την αλαζονεία και το να μιλά κανείς συνεχώς για την ειδικότητά του. Η κοινή ανθρώπινη λογική πηγαίνει κατά διαβόλου.
Η διανόηση είναι ένας κίνδυνος για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Δεν είμαστε στη γη για να παραγεμίσουμε με γνώση τα κεφάλια μας· αυτό είναι ασήμαντο, όταν δεν έχει επαφή με την πραγματική ζωή.
Πρέπει να εκπληρώσουμε το πεπρωμένο μας. Να διαπαιδαγωγήσουμε σωστούς ανθρώπους, αυτό πρέπει να είναι ο σκοπός των πανεπιστημίων.
Αλλά μπορούμε μόνο να εξελιχθούμε σε αυτό που μας έφτιαξε ο Θεός.
Είναι γι’ αυτό που ο Γκαίτε είναι ο πιο σημαντικός: επειδή ξεπέρασε τα σύνορα της γερμανικής συνειδήσεως. Αλλά θα ήταν ολίσθημα να θελήσουμε να του μοιάσουμε σε αυτό. Οι πολυφημισμένοι διάδοχοί του είναι ένα σύνολο ανόητων φαντασιοκόπων με άδεια, υπερμορφωμένα κεφάλια.
Quod licet lovi, non licet bovi!
Έτσι είναι στη ζωή: το ότι ο χερ Mάγιερ μπορεί να μάθει να απαγγέλλει από μνήμης όλον τον Φάουστ είναι πρώτιστα μόνον μια απόδειξη της καλής του μνήμης. Γιατί δεν δοκιμάζει το ίδιο και με τους λογαριθμικούς πίνακες;
22 Μαΐου
Ο γηραιός καθηγητής μάς μιλά για την πατρίδα των Πρωτογερμανών. Σπάνια παρακολουθώ τις διαλέξεις του, αλλά πόσο συχνά τον άκουσα να λέει ότι οι πρόγονοί μας ήταν εγκατεστημένοι από τον Κάτω Δούναβη μέχρι την ακτή της Μαύρης Θάλασσας.
Μπροστά μου κάθεται μια νεαρή φοιτήτρια –μια όμορφη γυναίκα! Ξανθοκάστανα μαλλιά, μαλακά σαν μετάξι, δεμένα στον υπέροχο αυχένα της που είναι σαν λαξευμένος από ασπροκίτρινο μάρμαρο. Κοιτάζει ονειροπολώντας έξω από το παράθυρο, από το οποίο ήσυχα, σχεδόν ντροπαλά, μπαίνει κλεφτά μια παιχνιδιάρικη ηλιαχτίδα. Βλέπω το χαριτωμένο προφίλ της: ένα καμπυλωτό μέτωπο με καθαρές γραμμές, λίγες ατίθασες μπούκλες στα μαλλιά, μια μακριά, έντονη, κάπως πλατιά μύτη, και κάτω από αυτήν ένα τρυφερό, απίθανα ονειρώδες στόμα.
Ενώ την παρατηρώ, γυρνά ξαφνικά προς το μέρος μου, και αντικρίζω δύο μεγάλα γκριζοπράσινα μυστήρια. Ξαφνικά, κάθεται ήσυχα και σεμνά, φαίνεται να ακούει με ενδιαφέρον τα κουρασμένα λόγια του ηλικιωμένου καθηγητή και κάνει σαν να γράφει κάτι με ζήλο. Μέσα από το παράθυρο, η θρασεία ηλιαχτίδα διαχέεται και τρεμοπαίζει στα φοιτητικά έδρανα και τελικά κρεμιέται και φωλιάζει στα ξανθοκάστανα μαλλιά της. Αυτά λάμπουν στο φως σαν απαλό χρυσό μετάξι, όταν τα αφήνει να γλιστρήσουν μέσα από τα δάχτυλά της.
Είναι βράδυ. Στέκομαι στο παράθυρο και ο Ρίχαρντ κάθεται κοντά μου, στη μεγάλη πολυθρόνα μου και μιλά για τον μαρξισμό. Πόσο ορθολογιστικά όμως είναι όλα αυτά. Ο μαρξισμός είναι μια καθαρή θεωρία του χρήματος και του στομαχιού. Θεωρεί δεδομένο ότι ο ζωντανός άνθρωπος αποτελεί μια μηχανή. Γι’ αυτό είναι λάθος ο μαρξισμός, ξένος προς την κοσμική ύπαρξη, μια επινόηση· δεν εξελίχθηκε φυσικά. Μπορεί να φαντάζει λογικός στη θεωρία, αλλά πόσο παράλογος είναι στην πράξη.
Πράγματι, πόσο λίγα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν από τον μαρξισμό. Πνεύμα πλάτους και όχι βάθους. Τι σχέση έχει άραγε με τη δική μας οδύνη;