Η 14η Αυγούστου είναι η μαύρη επέτειος του Αττίλα 2 αλλά και της δολοφονίας του ήρωα Σολωμού Σολωμού, τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του ήρωα Τάσου Ισαάκ. Και γι’ αυτά τα τραγικά γεγονότα, η ευθύνη, άμεσα για τον Αττίλα 2 και έμμεσα για τις δύο δολοφονίες, βαρύνει από ελληνικής πλευράς τον Καραμανλή και τον Μακάριο, και οι αιτίες ανάγονται στα χρόνια προ της εισβολής. Για τον λόγο αυτό, πηγαίνουμε ανάποδα στον χρόνο, για να διαπιστωθεί ο ρόλος ορισμένων προσώπων, και κυρίως του Μακαρίου, στα τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα από τις 20 Ιουλίου 1974 ως τις ημέρες μας. Οι δύο προαναφερθέντες ήρωες έτρεξαν απέναντι στους μογγόλους μόνο με τη γενναία καρδιά τους. Η ανάμνησή τους είναι ζωντανή, συγκλονιστική και συντριπτική, καθώς για κάθε Έλληνα πατριώτη μέχρι να πραγματοποιηθεί η Ένωση, πέρα από το μίσος, την οργή, τη θλίψη, στο βάθος θα υπάρχει ένα βασανιστικό αίσθημα ντροπής ή ενοχής. Μαζί με την ανάμνηση των δύο ηρώων, όμως, ας κρατήσουμε στη μνήμη μας και τα λόγια του πατέρα του Σολωμού, ότι απέναντι στους τούρκους δεν πας χωρίς όπλα…
Πέραν της πληθώρας πηγών στο διαδίκτυο, οι οποίες επαληθεύουν όσα αναφέρονται στην ανάρτηση, χωρίς η αναζήτηση να είναι δύσκολη, έχει δημοσιευθεί και αναρτηθεί και το πόρισμα για τον Φάκελο της Κύπρου της κυπριακής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, η οποία επί 30 έτη (1982-2011) διερευνούσε την υπόθεση, καθώς και 13 τόμοι του λεγόμενου «Φακέλου της Κύπρου», των οποίων το περιεχόμενο δεν είναι αυτό που θα έπρεπε. Φυσικά, η Επιτροπή ξεκίνησε δεχόμενη τα αξιώματα που αναφέραμε στο μέρος 1 της ανάρτησής μας για την Κύπρο. Το «πόρισμα», όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ανταποκρίνεται στον (βαρύγδουπο) τίτλο του, αλλά έχει κάποια χρήσιμα στοιχεία. Αυτό που είναι για τα σκουπίδια, είναι οι κρίσεις της επιτροπής. Διαβάζοντάς τες, νιώθεις ότι «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις», είναι του Μακαρίου…
Ποσοστό τούρκων στην Κύπρο μέχρι την εισβολή
Όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας, οι τούρκοι ως την εισβολή κατείχαν περίπου το 12% του νησιού. Δεν υπήρχε μία ενιαία γεωγραφική ζώνη, αλλά είχαν δημιουργηθεί οι λεγόμενοι «τουρκοκυπριακοί θύλακες». Ο όρος «τουρκοκυπριακός» είναι ένας όρος κατασκευασμένος, ο οποίος δεν θα έπρεπε να γίνεται αποδεκτός από κανέναν Έλληνα πατριώτη, είναι ένας ευφημισμός, όσο μπορεί βέβαια να είναι ευφημισμός μία λέξη που περιέχει ως συνθετικό το «τουρκο». Εν πάση περιπτώσει, υπήρχαν αυτοί οι θύλακες, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί περίπου 10 χρόνια πριν, μετά την κρίση που προκλήθηκε τον Δεκέμβριο 1963. Το μεγαλύτερο ποσοστό των τούρκων συγκεντρώθηκε σε αυτούς, εξοπλίζονταν από την Τουρκία και κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα. Ο πληθυσμός τους ανερχόταν στο 18% του συνολικού πληθυσμού της νήσου, και το μεγαλύτερο μέρος αυτού κατοικούσε σε αυτούς τους θύλακες. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος της Τουρκίας επεκτεινόταν και στους δρόμους από και προς τους θύλακες, ενώ και τμήματα πόλεων ήταν κατοικημένα από τούρκους (Λευκωσία, Λεμεσός, Πάφος, Αμμόχωστος), οπότε το ποσοστό εδάφους που ουσιαστικά ήλεγχαν έφθανε περίπου το 12%. Στους θύλακες αυτούς εισάγονταν κρυφά όπλα και πυρομαχικά από την Τουρκία, γεγονός –μεταξύ άλλων– που οδήγησε πολύ κοντά στον πόλεμο τον Αύγουστο του 1964 αλλά και τον Νοέμβριο του 1967 μετά τα γεγονότα της Κοφίνου, τότε που οι τούρκοι ενέτειναν τις προκλήσεις τους, οπότε και είχαμε την πολύ δυσμενή συνέπεια της απόσυρσης της ελληνικής Μεραρχίας από το νησί, κατόπιν αξιώσεως της Τουρκίας, αν και κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του Μακαρίου, ο οποίος ενήργησε συνωμοτικά, επιδιώκοντας την απόσυρση αυτή και την απομάκρυνση του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή από την Κύπρο.
Ο παρακάτω χάρτης απεικονίζει με μωβ χρώμα τις περιοχές όπου ζούσαν τούρκοι προ της εισβολής
Στρατιωτική Δύναμη Κύπρου προ εισβολής
Μετά την απόσυρση της ελληνικής Μεραρχίας από το νησί, από ελληνικής πλευράς υπήρχε, ήδη από το 1960 μετά τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, η ΕλΔυΚ, η προερχόμενη από την Ελλάδα στρατιωτική δύναμη, με περίπου 950 άτομα, και η Εθνική Φρουρά, η οποία είχε συγκροτηθεί το 1964 και αποτελείτο κατά βάση από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς από το ελληνικό κράτος, και στρατιώτες από την Κύπρο. Είναι άξιον ιδιαίτερης αναφοράς και για την στην επόμενη ανάρτησή μας αντίκρουση του ισχυρισμού περί ευθύνης του Ιωαννίδη για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ότι η Εθνική Φρουρά ανήκε στη δημιουργηθείσα το 1960 μετά τις (προδοτικές) συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, «ανεξάρτητη» Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν ο στρατός της Κύπρου δηλαδή, ανεξαρτήτως της στελέχωσής της σε μεγάλο βαθμό από αξιωματικούς από την Ελλάδα. Άλλωστε και σήμερα ακόμη, ο αρχηγός της είναι ανώτατος αξιωματικός από την Ελλάδα, αλλά αυτό δεν την καθιστά στρατιωτικό σώμα ανήκον στο ελληνικό κράτος.
Από την πλευρά τους, οι τούρκοι είχαν στο νησί τη δική τους στρατιωτική δύναμη, την ΤουρΔυΚ.
Ο Μακάριος
Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από της ιδρύσεώς της το 1960 ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, που μόνο μακαριότητα δεν έφερε στην Κύπρο και γενικότερα στην Ελλάδα. Η στάση του απέναντι στην Ένωση εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντιφατική, άλλοτε θετική, άλλοτε αρνητική, και οι αντιφάσεις αυτές αποδίδονται κυρίως στην αρχομανία του. Ήταν όμως έτσι; Ή οι αντιφάσεις οφείλονταν στα συμφέροντα αυτών που υπηρετούσε; Στην πραγματικότητα, ήταν πάντοτε αντίθετος στην Ένωση, ή τουλάχιστον έγινε αντίθετος από το 1956-1957. Είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας νοοτροπίας που ακόμη χαρακτηρίζει αρκετούς Κυπρίους, δηλαδή ότι «η Ελλάδα μάς χρωστάει, αλλά πρέπει να είμαστε ανεξάρτητοι». Και σίγουρα η υπόλοιπη Ελλάδα έχει ιερό καθήκον έναντι της Κύπρου, όχι όμως για άλλον λόγο αλλά επειδή η Κύπρος είναι ελληνική –και ως τέτοια δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο κράτος.
Ο Μακάριος εμφανίστηκε πιο έντονα στο προσκήνιο τον Σεπτέμβριο του 1950, όταν, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Β΄, πήρε τη θέση του, ονομαζόμενος Μακάριος Γ΄. Όπως είναι γνωστό, το κοσμικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Μούσκος. Η Κύπρος τότε βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή και επειδή δεν μπορούσε να έχει πολιτικό ηγέτη, κεφαλή των Κυπρίων, Εθνάρχης, ήταν ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος. Ο προκάτοχός του, ο Μακάριος Β΄ ήταν ένθερμος πατριώτης. Ήταν αυτός που είχε μεριμνήσει για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τον Ιανουάριο του 1950 σχετικά με την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το λεγόμενο «ενωτικό δημοψήφισμα», στο οποίο το 95,7% ψήφισε υπέρ της Ένωσης. Λίγους μήνες μετά, απεβίωσε και έτσι ανέλαβε ο Μακάριος, ο οποίος είναι ευνόητο ότι δεν μπορούσε να εκφράσει διαφορετική άποψη από το 96% των Κυπρίων, συνεπώς παρουσιαζόταν ως υποστηρικτής της Ένωσης.
Κατά τη διάρκεια του ηρωικού Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1956, ο Μακάριος εξορίστηκε από τους Βρετανούς στις Σεϋχέλλες, που ανήκαν στη βρετανική αυτοκρατορία, όπου άρχισε να εκφράζει μετριοπάθεια και την επιθυμία απομάκρυνσης από τον σκοπό της Ένωσης, χωρίς αυτό να γίνει τότε φανερό, λόγω και του πολέμου που ήταν εν εξελίξει στην Κύπρο. Στις Σεϋχέλλες έμεινε 13 μήνες, η διαβίωσή του μετά τον δεύτερο - τρίτο μήνα ήταν χαρακτηριστικά άνετη και θύμιζε παρατεταμένες διακοπές, ενώ είχε και στενές επαφές με τους ντόπιους. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε δηλώσει ότι μετά τη συνταξιοδότησή του είχε σκοπό να επιστρέψει εκεί! Προφανώς, είχε πολύ όμορφες αναμνήσεις. Για τον λόγο αυτό, το 1972 αγόρασε 17 στρέμματα εκεί προκειμένου να χτίσει σπίτι (ενδεικτικώς /www.nation.sc/archive/213163/archbishop-makarios-of-cyprus-a-historic-anniversary). Απ’ ό,τι φαίνεται, η πανέμορφη Κύπρος δεν ήταν στα σχέδιά του… Η εξορία του στις Σεϋχέλλες έληξε τον Απρίλιο 1957, όταν αφέθηκε ελεύθερος με απαγόρευση εισόδου στην Κύπρο. Ακολούθως, άρχισε μυστικές συζητήσεις με τους Βρετανούς, εκδηλώνοντας την αντίθεσή του στην Ένωση.
Ο Μακάριος στις Σεϋχέλλες
Ακολούθησαν οι προδοτικές Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959. Αυτό που αποφασίστηκε τότε, δεν ήταν αυτό για το οποίο πολέμησε η ΕΟΚΑ, αυτό για το οποίο τόσοι Έλληνες της Κύπρου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Βρετανούς, αυτό για το οποίο τόσοι βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν μια δήθεν ανεξάρτητη Κύπρο, ενώ αντιμετώπιζαν σχεδόν κατά όμοιο τρόπο τους Έλληνες και τους τούρκους στο νησί! Έτσι, ενώ τερματίστηκε ένας ένοπλος αγώνας που στόχο είχε την απελευθέρωση της Κύπρου από τον βρετανικό ζυγό και την Ένωση με την Ελλάδα, οι κρατούντες (από πλευράς ελληνικού κράτους, οι επίσης μοιραίοι για την Κύπρο Κ. Καραμανλής και Ε. Αβέρωφ), υποχώρησαν ως προς τα εθνικά δίκαια της Κύπρου και έβαλαν στο τραπέζι τα δήθεν δικαιώματα και τις εξουσίες των τούρκων στο νησί, οι οποίοι ουσιαστικά συνδιοικούσαν, ενώ συμφωνήθηκε να έχει βάσεις και η Βρετανία!
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 27 της υπογραφείσας το 1923 Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία είχε παραιτηθεί από αξιώσεις σχετικά με την Κύπρο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 21, οι εγκατεστημένοι στο νησί τούρκοι θα απέβαλλαν την τουρκική υπηκοότητα και θα ελάμβαναν τη βρετανική, άλλως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, με τις ανωτέρω κατάπτυστες συμφωνίες, η Τουρκία "επανήλθε" στην Κύπρο. (Είχε προηγηθεί, επίσης, τον Σεπτέμβριο 1955, λίγους μήνες μετά την έναρξη του ηρωικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, Τριμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό στο Λονδίνο, μετά από πρόσκληση της Μεγάλης Βρετανίας, στην οποία συμμετείχαν η Ελλάδα και η Τουρκία. Αυτό ήταν βέβαια απαράδεκτο, και για να κοροϊδέψουν τον κόσμο στην Ελλάδα και την Κύπρο είπαν ότι η Ελλάδα συμμετείχε διότι δήθεν η πρόσκληση αφορούσε στη Μ. Ανατολή. Βέβαια, κανείς δεν εξήγησε για ποιο λόγο η Ελλάδα να συμμετέχει σε διάσκεψη για τη Μ. Ανατολή, και εν πάση περιπτώσει για ποιο λόγο δεν αποχώρησε όταν διεπίστωσε ότι η Διάσκεψη αφορούσε στην Κύπρο και, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η Τουρκία δεν είχε κανέναν λόγο στο ζήτημα.) Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με αυτές, ο πρόεδρος του κράτους έπρεπε να είναι Έλληνας και ο αντιπρόεδρος τούρκος ο οποίος είχε και δικαίωμα βέτο, ο στρατός θα αποτελείτο από Έλληνες και σε μικρότερο ποσοστό από τούρκους, το ίδιο και η αστυνομία και το δικαστικό σώμα, η σημαία θα ήταν η γνωστή παντελώς άσχετη με τον Ελληνισμό, ενώ απαγορευόταν «η ολοκληρωτική ή μερική ένωσις της Κύπρου μεθ' οιουδήποτε Κράτους…»
Αν και έχει γίνει έντονη προσπάθεια να φανεί ότι ο Μακάριος δεν είχε τόση ανάμιξη στις συμφωνίες αυτές (!) –ισχυρισμός γελοίος–, όχι απλώς είχε, αλλά τις υποστήριξε. Εξάλλου υπέγραψε δήλωση ότι τις αποδέχεται και μάλιστα ως «συμπεφωνημένη βάση για την τελική ρύθμιση του Κυπριακού προβλήματος»! Επίσης, αν και θεωρείται ότι προς την «πολιτική του εφικτού» εστράφη αρκετά αργότερα, γεγονός είναι ότι τότε ΠΟΥΛΗΣΕ μαζί με τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, τα δίκαια του Ελληνισμού, την πατρίδα. Διότι ο Μακάριος με ΟΛΕΣ τις πράξεις του από τότε απέδειξε ότι ήταν αντίθετος, πολέμιος της Ένωσης.
Μαζί με τις παραπάνω συμφωνίες, υπεγράφη και η διαβόητη συνθήκη Εγγυήσεως, με την οποία η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μ. Βρετανία ανελάμβαναν την εγγύηση του Συντάγματος της Κύπρου, και η τελευταία δεσμεύτηκε να μη συμμετάσχει καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει σε οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική ένωση με οποιοδήποτε κράτος! Παρά τη γενική διατύπωση της απαγόρευσης της ένωσης της Κύπρου με «οποιοδήποτε άλλο κράτος», είναι προφανές ότι απαγορευόταν η Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα, καθώς θέμα ένωσης με οποιοδήποτε άλλο κράτος ουδέποτε ετέθη ούτε ήταν δυνατόν να τεθεί από τους Κυπρίους.
Έτσι, η Τουρκία, που μέχρι τότε δεν είχε κανένα δικαίωμα στην Κύπρο, απέκτησε εξαιτίας του Μακαρίου, του Καραμανλή και του Αβέρωφ ευρύτατες εξουσίες επί της νήσου, στο όνομα των οποίων εισέβαλε σε αυτή στις 20.7.1974.
Την 1.3.1959 ο Μακάριος επέστεψε στην κατάμεστη από ελληνικές σημαίες Λευκωσία και έγινε δεκτός από το παραπλανημένο πλήθος ως ελευθερωτής!
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μακάριος το 1963 ζήτησε μεταβολή του Συντάγματος σε δεκατρία σημεία, κυρίως ως προς το βέτο του τούρκου αντιπροέδρου. Αυτή η ενέργειά του είναι πολυσυζητημένη ως προς τις προθέσεις του, με κάποιους υποστηρικτές του, στην προσπάθειά τους να τον εξιδανικεύσουν, να ισχυρίζονται ότι αποσκοπούσε στην Ένωση. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις μεταβολές που ζήτησε. Το αντίθετο, μάλιστα. Την πρότασή του αρνήθηκαν οι τούρκοι. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και τούρκων με πρωτοβουλία των τελευταίων τον Δεκέμβριο 1963, στη Λευκωσία. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο, με συνέπεια τη χάραξη της Πράσινης Γραμμής, στην οποία ο Μακάριος συμφώνησε πρόθυμα. Έτσι, αντί της Ένωσης που δήθεν ήθελε ο Μακάριος, είχαμε, πολύ λίγο μετά την ανωτέρω πρότασή του, ένα είδος διχοτόμησης.
Πιο πριν, το 1961, ο Μακάριος, ενώ εξαπατούσε τον λαό μιλώντας για Ένωση προσχηματικά, όταν οι συνθήκες το επέβαλλαν, υπήρξε σημαντικός συντελεστής της Διάσκεψης Κορυφής των Αδεσμεύτων, δηλαδή χωρών της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής που παρουσιάζονταν ως αδέσμευτες, είχαν αντιδυτικό, αντιρατσιστικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα όμως το κίνημα αυτό ελεγχόταν από την ΕΣΣΔ. Σημαίνον στέλεχός του ήταν ο Κάστρο καθώς και ο Τίτο. Δύο μόνο ευρωπαϊκές χώρες συμμετείχαν στους Αδέσμευτους, η Κύπρος και η Γιουγκοσλαβία. Η απομάκρυνση του Μακαρίου από την Ένωση με την Ελλάδα ήταν έκδηλη από τότε, καθώς η ένωση θα σήμαινε ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Συγχρόνως, έκδηλη έγινε τότε και η ερωτοτροπία τού Μακαρίου, που κατέληξε σε σχέση, με τη Σοβιετική Ένωση η οποία επεδίωκε την απομάκρυνση της Κύπρου από κάθε προοπτική ένωσης με την Ελλάδα, ακριβώς για να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Οπότε, στον τουρκικό κίνδυνο, προστέθηκε για το νησί και ο κίνδυνος του κομμουνισμού.
Μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, το 1965, ο Μακάριος αποφάσισε να εγκαταστήσει σοβιετικούς πυραύλους στο νησί. Για τον λόγο αυτό, είχε στείλει στην Αίγυπτο, όπου οι πύραυλοι είχαν μεταφερθεί, άνδρες για να εκπαιδευτούν. Αλλά, τελικά, το σχέδιό του απέτυχε, και έτσι οι πύραυλοι έμειναν στην Αίγυπτο. Το επιχείρησε εκ νέου το 1972. Σε όσους πουν ότι αυτό θα το έπραττε για την άμυνα της Κύπρου, θα απαντήσουμε ότι κατ’ αυτόν τρόπο εν γνώσει του απέτρεπε και απέκλειε την Ένωση. Όσο για τις διαθέσεις της ΕΣΣΔ, αρκεί να πούμε ότι κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, οι σοβιετικοί συνεννοήθηκαν με τους τούρκους, συναίνεσαν στην εισβολή και ο σοβιετικός στόλος πήρε θέση ανάμεσα στην Κύπρο και την Τουρκία για να καλύψει την απόβαση των τούρκων στο νησί, όπως θα αναπτύξουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Εγκληματική δράση Μακαρίου
Ο Μακάριος ήταν αποφασισμένος να συντρίψει κάθε αγώνα για την Ένωση. Το γεγονός, δε, ότι είχε υπογράψει τις ανωτέρω επαίσχυντες συμφωνίες είχε προκαλέσει αντιδράσεις και έντονη δυσαρέσκεια και στην Κύπρο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρώτα – πρώτα, στον Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα-Διγενή. Ο Μακάριος, όμως, ήθελε να καταπνίξει στην κυριολεξία κάθε φωνή υπέρ της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, δημιούργησε καθεστώς. Πλαισιωνόταν από άλλους περίεργους υποκοσμιακούς τύπους, όπως τον Υπουργό Εσωτερικών και Εθνικής Άμυνας Πολύκαρπο Γιωρκάτζη. Πληθώρα εγκλημάτων έλαβαν χώρα εις βάρος αντιμακαριακών υποστηρικτών της Ένωσης και μαχητών της ΕΟΚΑ, όπως επιθέσεις, απαγωγές, δολοφονίες, εγκλεισμοί σε ψυχιατρεία, ανατινάξεις ναών όπου λειτουργούσαν αντίθετοι στον Μακάριο ιερείς, εμπρησμοί περιουσιών (https://digenisidrima.gr/επετειολόγιο-εοκα/μετά-την-λήξη-α-α-εοκα/). Δεν επρόκειτο απλώς για ένα αυταρχικό καθεστώς αλλά για ένα εγκληματικό, κατά τα πρότυπα του κομμουνιστικού καθεστώτος της ΕΣΣΔ, με το οποίο τόσο κοντά είχε έρθει ο Μακάριος. Χαρακτηριστικά περί του κλίματος που επικρατούσε είναι τα παρακάτω λόγια του βουλευτή Ρίκκου Ερωτοκρίτου, σε επιμνημόσυνο λόγο του στις 16.8.1997, για τη δολοφονία τριάντα έξι χρόνια πριν, στις 16.8.1961, των αγωνιστών Ευριπίδη Νούρου και Νεοκλή Παναγιώτου: Σήκωσαν το αντρίκειο ανάστημά τους, και εδώ έγκειται η μεγαλωσύνη των πράξεών τους, σε καιρούς δύσκολους και σχεδόν μόνοι, θαρραλέα και ανυπότακτα μπροστά στην εωσφορική μονοκρατορία του ενός που ισοπέδωνε ψυχές, εκμαύλιζε συνειδήσεις, κατέστρεφε περιουσίες και ψυχρά δολοφονούσε εν μέση οδώ, όσους διαφωνούσαν μαζί του….
Ο Μακάριος δημιουργούσε παρακρατικές ομάδες, κάποιες εκ των οποίων ακολούθως διέλυε ο ίδιος. Τις ομάδες αυτές, όπως και τα μέλη του ΑΚΕΛ του Λυσσαρίδη, εξόπλιζε με όπλα από την τότε Τσεχοσλοβακία.
Η σχέση του Μακαρίου με την Ελλάδα ήταν προβληματική. Ήταν δολοπλόκος, συνωμότης, απαιτητικός και κυρίως δεν ήθελε την Ένωση. Μισούσε τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, μισούσε τον Ελληνικό Στρατό, μισούσε την Ελλάδα. Ήταν αναξιόπιστος και επικίνδυνος. Είχε αναμειχθεί ενεργά στην απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος έφθασε στην Κύπρο στις 15 Ιουνίου 1967, χρησιμοποιώντας ένα κυπριακό διαβατήριο, και παρέμεινε εκεί μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 1968 οπότε αναχώρησε αεροπορικώς για τη Βηρυτό. Κατά την παραμονή του στην Κύπρο, ο Παναγούλης είχε την πλήρη κάλυψη της κυπριακής κυβέρνησης η οποία δεν τον παρέδωσε στην ελληνική παρά τις συνεχείς πιέσεις της τελευταίας. Επισημαίνεται -διότι πολλοί επίμονα αποσιωπούν την αιτία των σχετικών πιέσεων από πλευράς Ελλάδας– ότι ο Παναγούλης ήταν λιποτάκτης, γι’ αυτό, εξάλλου, είχε βγει παράνομα από τη χώρα χρησιμοποιώντας ξένο διαβατήριο. Στην Κύπρο προετοιμάστηκε με τη βοήθεια της κυπριακής κυβέρνησης για την εκτέλεση του μεγαλεπήβολου σχεδίου του που ήταν αρχικά να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και ακολούθως να εκραγούν πολλές βόμβες στην Αθήνα ώστε να προκληθεί χάος και αναρχία, δηλαδή εκπαιδεύτηκε στη χρήση όπλων και εκρηκτικών. Για όλα αυτά βρισκόταν σε άμεση επαφή και συνεννόηση με το μακαριακό καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μακάριος έδωσε στον Παναγούλη κυπριακό διαβατήριο, το με αρ. Α-01402 με το όνομα "Μάριος Ανδρέου", με το οποίο μπορούσε να μετακινείται ελεύθερα ως κάποιος άλλος, κάποιος Κύπριος πολίτης. Από την Κύπρο πήγε στη Βηρυτό, από εκεί στη Ρώμη, όπου συνάντησε μεταξύ άλλων τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ήταν ενήμερος για το σχέδιο δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου και του πρότεινε να ενταχθεί στο ΠΑΚ, αλλά ο Παναγούλης αρνήθηκε γιατί ήθελε τη δική του οργάνωση. Τα εκρηκτικά μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στην κυπριακή πρεσβεία στην Αθήνα με διπλωματικό σάκο της κυπριακής κυβέρνησης (του Υπουργείου Εξωτερικών), και παραδόθηκαν στον Παναγούλη. Η κυπριακή πρεσβεία επιπλέον παρείχε ενημέρωση και κάθε στήριξη στον Παναγούλη για την εκτέλεση του σχεδίου του. Γενικότερα, η κυπριακή κυβέρνηση του παρείχε πλήρη υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής. Όπως, είναι γνωστό ο τελευταίος αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να δολοφονήσει τον Γ. Παπαδόπουλο στις 13 Αυγούστου 1968, συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο, χωρίς να εκτελεστεί η ποινή χάρη στην ευσπλαχνία της κυβέρνησης, ενώ αμνηστεύθηκε τον Αύγουστο 1973 κατόπιν της αμνηστίας που χορήγησε η κυβέρνηση.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η στάση του Μακαρίου απέναντι στην Ελλάδα και τους Έλληνες πατριώτες που επιθυμούσαν την Ένωση, στάση εχθρική, συχνά, μάλιστα, απροκάλυπτα εχθρική. Αυτό αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας τον Ιούλιο του 1974, όταν κυριολεκτικά κάλεσε τους τούρκους να εισβάλουν στην Κύπρο, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ευθύνη του Ιωαννίδη γι’ αυτό, όπως αναίσχυντα υποστηρίζεται έκτοτε για λόγους συγκάλυψης των πραγματικών ενόχων. Περί αυτών, όμως, στο 3ο μέρος της ανάρτησής μας.
Ευρωπαϊκή Αντίσταση