Απόσπασμα από το βιβλίο ''ΧΙΤΛΕΡ'' του Heinz A. Heinz, Θούλη, 2017
Αφηγείται ο Γιόζεφ Μπέρχτολντ, Gruppen-führer των SA και εκδότης της εφημερίδας Völkischer Beobachter, ο οποίος έλαβε μέρος στο Πραξικόπημα. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου, όμως, όπως είναι γνωστό, το Πραξικόπημα είχε ξεκινήσει από την προηγουμένη.
…Παρ’ όλο που ο Επίτροπος φον Καρ, ο φον Λόσσοφ, και ο Σάισσερ τον είχαν προδώσει, ο Χίτλερ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να καταλήξει η όλη κατάσταση σε σύγκρουση.
Αποφάσισε να συγκεντρώσει τους οπαδούς του από τις απομακρυσμένες περιοχές και να κάνει πορεία στο κέντρο της πόλης. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Κυβέρνηση θα κατέφευγε σε ένοπλη αντίσταση, όταν θα έβλεπε τη διάθεση του κόσμου.
Η πορεία ξεκίνησε λίγο μετά τις έντεκα. Μπροστά πήγαιναν δύο άνδρες με λάβαρα και πίσω από αυτούς, περπατώντας δίπλα δίπλα αλλά σε χαλαρή διάταξη, ακολουθούσαν ο Χίτλερ, ο Λούντεντορφ, ο Γκαίρινγκ και μερικοί άλλοι. Δώδεκα σειρές από τα Stosstrupp Hitler ακολουθούσαν, με αρχηγό εμένα τον ίδιο. Στη συνέχεια, ακολουθούσαν τα SA, οι ενωμένες οργανώσεις και εκατοντάδες πολίτες, εργάτες και φοιτητές –όλοι φορώντας περιβραχιόνια με τον αγκυλωτό σταυρό– με την πρόθεση η συγκέντρωση να είναι μαζική. Καλέσαμε τους κατοίκους του Μονάχου να βγουν στον δρόμο. Να μη χρησιμοποιηθούν όπλα. Τα πάντα έπρεπε να τεθούν στη δοκιμασία της κοινής γνώμης.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλες οι γέφυρες και τα δημόσια κτίρια είχαν καταληφθεί από τον τακτικό στρατό, που είχε κινητοποιηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας μετά την ξαφνική λιποταξία τού Καρ. Παρ’ όλα αυτά, όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά. Χιλιάδες στόματα τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια. Στη γέφυρα Λούντβιχς-μπρύκε στον ποταμό Ίζαρ, στο κέντρο της πόλης, συναντήσαμε αυτό που θα μπορούσε να είναι το πρώτο μας σημείο ελέγχου.
Υπήρχε αστυνομικός κλοιός στην αρχή της γέφυρας, από τη μια άκρη στην άλλη. Οι αστυνομικοί ήταν οπλισμένοι και φορούσαν κράνη. Βρισκόμασταν σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτούς, όταν σήκωσαν τα όπλα τους. Ο Ούλριχ Γκραφ, ο σωματοφύλακας του Χίτλερ, φώναξε “Μην πυροβολείτε· ο Λούντεντορφ είναι μαζί μας”, οπότε κατέβασαν τα όπλα και εγώ όρμησα μπροστά μαζί με καμιά δεκαριά από τους άνδρες μου, και αμέσως τους αφόπλισα. Τους μεταφέραμε πάραυτα στην μπυραρία Μπεργκερμπρόι. Εγώ ο ίδιος τους συνόδευσα. Αφού τους αφήσαμε με ασφάλεια υπό επιτήρηση, έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να πάρω πάλι θέση στην πορεία, η οποία είχε στο μεταξύ περάσει την πλατεία Μαρίενπλατς και είχε προχωρήσει έως τη Φελντχερνχάλε στην πλατεία Οντεόνσπλατς. Κόβοντας δρόμο, διέσχισα τρέχοντας την οδό Μαξιμίλιαν-στράσσε με κατεύθυνση την πλατεία Μαξ-Γιόζεφπλατς, και έφτασα ακριβώς τη στιγμή που η κεφαλή της πορείας είχε μόλις ξεπροβάλει ανάμεσα στη Φελντχερνχάλε και το Ρεζιντέντς.
Ξαφνικά, όλα έδειχναν να επιβραδύνουν.
Αυτοί που βρίσκονταν στην κεφαλή της πορείας είχαν αρχίσει να τραγουδάνε Oh Deutschland hoch in Ehren (Ω τιμημένη Γερμανία) και το πλήθος τούς συνόδευε με λαχτάρα, όταν ακούστηκε ο απαίσιος θόρυβος από ένα πολυβόλο! Το επόμενο δευτερόλεπτο επικράτησαν ο τρόμος, η αγωνία και η σύγχυση. Η πορεία διασπάστηκε και το πλήθος διασκορπίστηκε πανικόβλητο.
“Τι στο καλό συνέβη;” ρώτησα.
Φαίνεται ότι μόλις η κεφαλή της πορείας έφτασε στην πλατεία, η αστυνομία έκλεισε τον δρόμο. Ένα τεθωρακισμένο όχημα είχε πάρει θέση πίσω τους. Σε όλη την περιοχή κοντά στη Φελντχερνχάλε είχαν πάρει θέση αστυνομικοί με αυτόματα όπλα. Όπως και προηγουμένως, κάποιος όρμησε μπροστά, φωνάζοντας: “Μην πυροβολείτε, ο Λούντεντορφ και ο Χίτλερ είναι μαζί μας!” Η απάντηση ήταν ένας καταιγισμός πυρών από τα σκαλιά της Φελντχερνχάλε. Ο σημαιοφόρος έπεσε βαριά πληγωμένος· ο διπλανός τού Χίτλερ χτυπήθηκε θανάσιμα, και καθώς έπεφτε νεκρός στο έδαφος, τον παρέσυρε, με αποτέλεσμα ο Αρχηγός να τραυματιστεί σοβαρά στον ώμο. Παντού άνθρωποι έπεφταν στο έδαφος, σφαδάζοντας από τους πόνους, νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, ενώ τα όπλα συνέχιζαν να σκορπίζουν τον θάνατο και να δολοφονούν μέσα στον χαμό που επικρατούσε. Ήταν μια τρέλα, μια σφαγή.
Ο Γκαίρινγκ και ο Γκραφ έπεσαν βαριά πληγωμένοι, δεκατέσσερεις νεκροί ποδοπατήθηκαν από το πλήθος που σκόνταφτε επάνω τους και έπεφτε κάτω· αίμα κυλούσε παντού πάνω στο γκρίζο πεζοδρόμιο. [...]
Ζαλισμένοι και σοκαρισμένοι οι τραυματίες, ένας ένας σέρνονταν και με δυσκολία κατάφερναν να απομακρυνθούν. Κάποιος άρπαξε τη σημαία από το χέρι τού πεσμένου σημαιοφόρου. Ο οδηγός τού Χίτλερ κατάφερε με κάποιον τρόπο να τον βρει και με τα φρένα να στριγγλίζουν, έστριψε το αυτοκίνητο απότομα και το ακινητοποίησε δίπλα στον πεσμένο Αρχηγό. Ο Χίτλερ σύρθηκε με δυσκολία και κατάφερε να σταθεί αρχικά στα γόνατα, και στη συνέχεια σηκώθηκε, και με το ένα χέρι να κρέμεται, ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκίνητο, όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι στον δρόμο. Ήταν το σώμα ενός αγοριού, ματωμένο και αναίσθητο.
Ο Χίτλερ το άρπαξε, όσο πιο καλά μπορούσε, με το καλό του χέρι, και το τράβηξε προς το αυτοκίνητο. Την ώρα, όμως, που το έσπρωχνε μέσα και ο οδηγός άνοιγε την πόρτα για να μπουν, ένας αστυνομικός όρμησε με το όπλο του σηκωμένο. Ο Χίτλερ μπήκε μπροστά στο παιδί, καλύπτοντάς το με το ίδιο του το σώμα. Στο παρά πέντε, κατάφερε να μπει στο αυτοκίνητο, που έφυγε με μεγάλη ταχύτητα σαν τρελό, ενώ το καταδίωκε ένα μεγάλο πρασινοκίτρινο τεθωρακισμένο όχημα. Απομακρύνθηκαν αρκετά, διώκτης και διωκόμενος, μέσα από τους ανάστατους δρόμους. Σε μια στιγμή, από αυτές που σου κόβουν την ανάσα, το αυτοκίνητο του Χίτλερ σχεδόν εκτοξεύτηκε, καθώς έστριψε απότομα σε μια στροφή, στην προσπάθειά του να διαφύγει, ενώ το άλλο συνέχισε ευθεία μπροστά. Έτσι, ο Φύρερ βρήκε την ευκαιρία να αφήσει το λαβωμένο παιδί στο νοσοκομείο, προτού ξεκινήσει για τα περίχωρα της πόλης και την ύπαιθρο. Βέβαια, ήταν αδύνατον να προσπαθήσει να φτάσει στα σύνορα. Αργά το απόγευμα, αναγκάστηκε να αφήσει το αυτοκίνητο και να συνεχίσει με τα πόδια.
Το Πραξικόπημα του Μονάχου, ελαιογραφία του Schmitt, H. (fl.1940)